Μια από τις ιστορίες από τις πολλές που είναι κρυμμένες στα αρχοντικά της Σιάτιστας. Την έζησε, την έγραψε, ο Αντώνιος Σκούλιος και την δημοσίευσε στο siatistanews με τίτλο «Μαθητές στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο κατά τη διάρκεια του πολέμου». Μεταφέρει εικόνες από την Σιάτιστα της Αντίστασης και της Κατοχής. Εικόνες που νομίσαμε ότι βλέπαμε μόνο σε επετειακές ταινίες.
Ένα απόγευμα –ήταν στα τέλη του Φλεβάρη του 1943- με πλησίασε με τρόπο συνωμοτικό ένας από τους συμμαθητές μου – ήμασταν ήδη στην πέμπτη τάξη – και μου είπε πως ήρθε κάποιος από την αντίσταση και πως θέλει να μας μιλήσει. Θα έρχονταν κι άλλοι συμμαθητές κι αν ήθελα μπορούσα να πάω κι εγώ. Χωρίς σκέψη και με προθυμία, άλλο που δε θέλαμε δηλαδή, το απόγευμα μέρα ακόμη πήγαμε με το συμμαθητή, γείτονα και επιστήθιο φίλο μου, το Γιάννη το Νάκο. Με το Γιάννη γεννηθήκαμε το ίδιο βράδυ, παίζαμε μαζί, πήγαμε μαζί στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό στην ίδια μονάδα. Ήταν ένα τίμιο, θαρραλέο, σοβαρό και έξυπνο παιδί που μπορούσες να βασίζεσαι πάνω του για όλα.
Φτάσαμε στη Γεράνεια, στο Αρχοντικό της Πούλκως. Μπήκαμε μέσα , ανεβήκαμε μια σκάλα και περάσαμε σε ένα δωμάτιο κάπως στενόμακρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και από τότε δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπάω. Ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο, γύρω στα 8-10 άτομα, στην πλειονότητα μαθητές.
Καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο και περιμέναμε. Σε ένα τραπέζι έκαιγε ένα μεγάλο κερί και έδινε λιγοστό φως στον ημισκότεινο χώρο. Σε λίγο ήρθε ο άνθρωπος της αντίστασης, ένας ψηλός ξερακιανός τύπος με μικρά στρόγγυλα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση ή συστάσεις και χαιρετούρες άρχισε να μας μιλάει.
Μας είπε για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τους κατακτητές, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για να τους διώξουμε από την πατρίδα μας. Είπε πως σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχε οργανωθεί και ξεσηκωθεί ο κόσμος και οι αντάρτες έδιναν μάχες χτυπώντας, όπου μπορούσαν, τους κατακτητές. Μας είπε ακόμη πως η λευτεριά κερδίζεται με αγώνα και θυσίες, πως έχουμε συμμάχους τους δημοκρατικούς λαούς που πολεμούν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Μίλησε για τη φτώχια, για την πείνα και για όλα τα δεινά που έφεραν οι κατακτητές.
Όσο μιλούσε εμείς ακούγαμε χωρίς μιλιά, χωρίς ερώτηση. Κάναμε συνειρμούς κάτι με το Κρυφό Σχολειό, κάτι με τη Φιλική Εταιρεία, κάτι με το Ρήγα κλπ. φέραμε στο μυαλό μας τους αγώνες του 21. Μήπως έτσι ή κάπως έτσι δεν ξεκίνησε ο αγώνας τότε; Τότε δε θυσιάστηκαν Έλληνες, για να ελευθερώσουν την Πατρίδα; Αυτά δε μαθαίναμε και στο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο; Πέρασε αρκετή ώρα, είχε προχωρήσει η νύχτα και έπρεπε να φύγουμε. Τον εκπρόσωπο της αντίστασης δεν τον ξαναείδαμε, ακούσαμε μόνο ότι τον έπιασαν κάπου στην περιοχή και τον κρέμασαν.
[…]
Την άλλη μέρα πήγαμε κανονικά στο Γυμνάσιο νιώθοντας διαφορετικά, κάπως περήφανοι. Είχαμε την αίσθηση ότι ξαφνικά γίναμε άνδρες και μπορούσαμε κάτι να προσφέρουμε στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λίγες μέρες αργότερα οι Ιταλοί εξαφανίστηκαν από τη Σιάτιστα. Φαίνεται ότι πήραν πληροφορίες ότι στη γύρω περιοχή κινούνταν αντάρτικες ομάδες και έφυγαν προς τα Γρεβενά.
Κάναμε μάθημα και λόγω έλλειψης καθηγητών είχαμε συνδιδασκαλία πέμπτη και έκτη τάξη μαζί. Μας έκανε μάθημα ο γυμνασιάρχης, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα τα αίθουσας και εμφανίστηκε ο Νάσιος, ένας πιτσιρίκος τύπος γαβριά με ένα παιδικό θρασύ πρόσωπο, στάθηκε εκεί χωρίς να προχωρήσει μέσα. Όλοι τον βλέπαμε απορημένοι.
Τα είπε και εξαφανίστηκε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε έρθει. Όλοι μείναμε σκεπτικοί. Ύστερα από λίγο ο γυμνασιάρχης μας είπε να φύγουμε, ήταν άλλωστε η τελευταία ώρα διδασκαλίας. Ο Νάσιος είχε δίκαιο. Στη Σιάτιστα είχε έρθει μια ομάδα ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) κι ο αρχηγός μιλούσε εκείνη την ώρα στον κόσμο.
Σε λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη ξεκίνησε και ο ένοπλος αγώνας στην περιοχή μας με αποκορύφωμα τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου.
Ένα απόγευμα –ήταν στα τέλη του Φλεβάρη του 1943- με πλησίασε με τρόπο συνωμοτικό ένας από τους συμμαθητές μου – ήμασταν ήδη στην πέμπτη τάξη – και μου είπε πως ήρθε κάποιος από την αντίσταση και πως θέλει να μας μιλήσει. Θα έρχονταν κι άλλοι συμμαθητές κι αν ήθελα μπορούσα να πάω κι εγώ. Χωρίς σκέψη και με προθυμία, άλλο που δε θέλαμε δηλαδή, το απόγευμα μέρα ακόμη πήγαμε με το συμμαθητή, γείτονα και επιστήθιο φίλο μου, το Γιάννη το Νάκο. Με το Γιάννη γεννηθήκαμε το ίδιο βράδυ, παίζαμε μαζί, πήγαμε μαζί στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό στην ίδια μονάδα. Ήταν ένα τίμιο, θαρραλέο, σοβαρό και έξυπνο παιδί που μπορούσες να βασίζεσαι πάνω του για όλα.
Φτάσαμε στη Γεράνεια, στο Αρχοντικό της Πούλκως. Μπήκαμε μέσα , ανεβήκαμε μια σκάλα και περάσαμε σε ένα δωμάτιο κάπως στενόμακρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και από τότε δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπάω. Ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο, γύρω στα 8-10 άτομα, στην πλειονότητα μαθητές.
Καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο και περιμέναμε. Σε ένα τραπέζι έκαιγε ένα μεγάλο κερί και έδινε λιγοστό φως στον ημισκότεινο χώρο. Σε λίγο ήρθε ο άνθρωπος της αντίστασης, ένας ψηλός ξερακιανός τύπος με μικρά στρόγγυλα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση ή συστάσεις και χαιρετούρες άρχισε να μας μιλάει.
Μας είπε για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τους κατακτητές, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για να τους διώξουμε από την πατρίδα μας. Είπε πως σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχε οργανωθεί και ξεσηκωθεί ο κόσμος και οι αντάρτες έδιναν μάχες χτυπώντας, όπου μπορούσαν, τους κατακτητές. Μας είπε ακόμη πως η λευτεριά κερδίζεται με αγώνα και θυσίες, πως έχουμε συμμάχους τους δημοκρατικούς λαούς που πολεμούν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Μίλησε για τη φτώχια, για την πείνα και για όλα τα δεινά που έφεραν οι κατακτητές.
Αντώνιος Σκούλιος (1926-2007) |
[…]
Την άλλη μέρα πήγαμε κανονικά στο Γυμνάσιο νιώθοντας διαφορετικά, κάπως περήφανοι. Είχαμε την αίσθηση ότι ξαφνικά γίναμε άνδρες και μπορούσαμε κάτι να προσφέρουμε στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λίγες μέρες αργότερα οι Ιταλοί εξαφανίστηκαν από τη Σιάτιστα. Φαίνεται ότι πήραν πληροφορίες ότι στη γύρω περιοχή κινούνταν αντάρτικες ομάδες και έφυγαν προς τα Γρεβενά.
Κάναμε μάθημα και λόγω έλλειψης καθηγητών είχαμε συνδιδασκαλία πέμπτη και έκτη τάξη μαζί. Μας έκανε μάθημα ο γυμνασιάρχης, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα τα αίθουσας και εμφανίστηκε ο Νάσιος, ένας πιτσιρίκος τύπος γαβριά με ένα παιδικό θρασύ πρόσωπο, στάθηκε εκεί χωρίς να προχωρήσει μέσα. Όλοι τον βλέπαμε απορημένοι.
"Κυρ δάσκαλι, είπιν ου καπιτάνιους ν’ απουλύκ’ς τα πιδιά, θα ουμιλήσ’ κι να παν ν’ ακουσ’ν."
Τα είπε και εξαφανίστηκε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε έρθει. Όλοι μείναμε σκεπτικοί. Ύστερα από λίγο ο γυμνασιάρχης μας είπε να φύγουμε, ήταν άλλωστε η τελευταία ώρα διδασκαλίας. Ο Νάσιος είχε δίκαιο. Στη Σιάτιστα είχε έρθει μια ομάδα ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) κι ο αρχηγός μιλούσε εκείνη την ώρα στον κόσμο.
Σε λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη ξεκίνησε και ο ένοπλος αγώνας στην περιοχή μας με αποκορύφωμα τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου.