Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Κόλιαντα του 1913, Το πλήρες άρθρο του Γιάννη Ταχογιάννη



Η Καλλιόπη Μπόντα, που ανακάλυψε το άρθρο του Γιάννη Ταχογιάννη για τον οργανοπάιχτη Τζοτζόπκο, μας παρότρυνε να το διαβάσουμε ολόκληρο. Έψαξα το φύλλο της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 25 Δεκεμβρίου 1933, στο ψηφιακό αρχείο της Βουλής. Στο κάτω μέρος του πρωτοσέλιδου στην στήλη «Μακεδονική ηθογραφία» δημοσιεύεται το άρθρο «Τα τελευταία Κόλιαντα».

Γιάννης Ταχογιάννης
Ποιος ήταν όμως ο Γιάννης Ταχογιάννης; Ήταν γιος του Χρήστου Ταχογιάννη και γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1897. Αποφοίτησε από το Τραμπάτζειο Γυμνάσιο, σπούδασε Νομική στην Αθήνα και έγινε διδάκτορας της Νομικής Επιστήμης. Τελικά τον τράβηξε η δημοσιογραφία. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τις πολεμικές του ανταποκρίσεις από το Αλβανικό Έπος. Πέθανε το 1942 στην Θεσσαλονίκη από το τέτανό.

Στο πλήρες άρθρο ο Γιάννης Ταχογιάννης για να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της ημέρας, γράφει κάποια στοιχεία του μύθου της Σιάτιστας, την σημασία της γιορτής για τους κατοίκους της, και γιατί εκείνη την χρονιά ήταν πιο αναγκαία η συμμετοχή ανθρώπων σαν τον Τζουτζόπκο. Δεν στήνει σαν σκηνοθέτης το σκηνικό μιας ταινίας αλλά τονίζει εκείνες τις λεπτομέρειες της σκηνικού και της ατμόσφαιρας της ημέρας, που θα κάνουν τον αναγνώστη να νιώσει πόσο συγκλονιστική ήταν η στιγμή που ο ημιθανής οργανοπαίκτης που «ενώ ο Χάρος του χτυπούσε το παράθυρο αυτός γλύστρησε από την πόρτα, σαν υπνοβάτης και πήγε εκεί που τον περίμενε η χαρά...». Στον σκοπό του, τον βοηθάει και το στυλ γραφής του. Δεν είναι ενός διδάκτορα της Νομικής αφού αξιοποιεί πολλούς ιδιωματισμούς της Σιάτιστας, που πολλοί από αυτούς έχουν χαθεί πλέον.

Ο Τζουτζόπκος νεκρός
Η χρονιά εκείνη, μάλλον το 1913, γιατί «Ήτανε η πρώτη χρονιά, ύστερα από τον πόλεμο που είχε περάσει γοργός σαν σπίθα κι είχε φέρει τη λευτεριά», ήταν ιδανική αφορμή για να επιστρέψουν πολλοί Σιατιστινοί στη λεύτερη πια πατρίδα για τα Κόλιαντα. «Τζορμπατζήδες (εύποροι επιχειρηματίες) κι έμποροι από τη Σαλονίκη, πραματευτάδες απ’ την Πόλι, ξενητεμμένοι που είχαν χρόνια στη Βλαχιά, και άλλοι που κυνηγούσαν το δολλάριο στη μακρυνή Αμέρικα». «Ξεχείλιζαν οι ασπροστολισμένοι δρόμοι από τον κόσμο και βούιζαν οι χιονισμένες στράτες από κίνηση».

Τέτοια μέρα στην «κεντρικώτερη πλατεία όπου κάθε χρόνο γινότανε το μεγαλύτερο ραβαΐσι (γλέντι)». «Αλλά πεια πλατεία είχε τη μεγαλείτερη κίνησι πεια σειότανε από τη μεγαλύτερη οχλοβοή από τα Τρία Πηγάδια;» (μεταφέρω αυτολεξεί το απόσπασμα). Μεγάλη προσμονή όμως που εκείνη τη χρονιά επισκιαζόταν από το ότι ο οργανοπαίκτης Τζουτζόπκος ήταν στα τελευταία του και άρα μάλλον η γιορτή θα ήταν βουβή.

Θα μεταφέρω ένα άλλο αυτούσιο απόσπασμα από το άρθρο. Εδώ μαζί με τη σημασία της γιορτής για την πόλη, την προετοιμασία που προηγείται, ο αρθρογράφος μιλά για το ιστορικό παρελθόν της πατρίδας του. Στα Κόλιαντα, για τον Ταχογιάννη, η Σιάτιστα δανείζεται στοιχεία από πολλές περιοχές της Ελλάδας και όχι μόνο.

«Κόλιαντα στη Σιάτιστα! Μα υπάρχει πολιτεία, υπάρχει τόπος και χωριό που να τα γιορτάζει πειο περίλαμπρα, από την πατρίδα του Νιόπλιου, του ξακουσμένου που συμπολέμησε καβαλλάρης με τον Άι Γιώργη ολοζόντανο για να διώξουν τα φουσάτα των Κούρδων, από το χωριό της Κυρά Σανούκως που έλιωσε τις απλάδες και τις πιατάντσες και τις έκαμε βόλια και πολέμησε απ’ τα παράθυρα του σπιτιού της, τσ’ αρβανίτες, άλλος τόπος που να γιορτάζη πιο περίλαμπρα τα «κόλιαντα»; 

Την ημέρα εκείνη η Σιάτιστα δανείζεται την ευγένεια της Κορυτσάς και της Καστοριάς, τα χώρια της Φλώρινας, τα τεφαρίκια και τα τσασίτια της Σαλονίκης, την καλοκαρδία της Κοζάνης με τους τρελλούς τιάκηδες, το θρύλο των Γρεβενών, τη λεβεντειά της Δεσκάτης, τις γλύκες της Νάουσας, δανείζεται προικιά και πανωπροίκια από πολιτείες και χωριά για να στολίστη και να γίνει ίδια νύφη καμαρωμένη.

Την ημέρα εκείνη με τα κοντάρια ξοδεύεται η ζάχαρη για τα «σαλιάρια» και τα μουστοκούλουρα, και ο μούστος για τα σουτζούκια και για τις μουστόπηττες, την ημέρα εκείνη ανοίγουν όλα τα βαρέλια με τα γλυκά άσπρα και τα παληά λιαστά, με τις οκάδες καθαρίζονται τα καρύδια, καβουρντίζονται τα κάστανα και με τις οκάδες βάζουν οι ώμορφες και οι λυγερές το κοκκινάδι…».

Είναι ένα άρθρο που πραγματικά αξίζει να το διαβάσουμε ολόκληρο και για αυτό το επισυνάπτω ολόκληρο. Υπάρχει και ένας λόγος επιπλέον καθώς είναι εικονογραφημένο με τρία σκίτσα. Ένα από αυτό δείχνει το Τζουτζόπκο νεκρό στο κρεβάτι που από πάνω κρέμεται το καντήλι.

[ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ][ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ]

Συντάκτης
Λάζαρος Γ. Κώτσικας
Πολιτικός Μηχανικός, PhD

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου