Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

«ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΑΡΚΙΔΕΣ ΠΟΥΛΙΟΥ»: Ένας θεσμός που πρέπει να συνεχιστεί

Στις 31 Δεκεμβρίου 1790, στην πρωτοχρονιάτικη Βιέννη — τότε κορωνίδα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων — ο Έλληνας έμπορος Γεώργιος Πούλιος και ο Πούπλιος Πούλιος, γιοι του εμπόρου Μάρκου Πούλιου, εξέδωσαν, από το τυπογραφείο του νομικού και εκπαιδευτικού Joseph Baumeister, την πρώτη σωζόμενη ελληνική εφημερίδα με τίτλο «ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Οι αδελφοί Πούλιου, γεννημένοι στη Σιάτιστα, ανέλαβαν την ουσιαστική διαχείριση του τυπογραφείου, καθώς ο ιδιοκτήτης του είχε αποχωρήσει για να εργαστεί στην αυτοκρατορική αυλή.



Η δράση των αδελφών Πούλιου και ο ρόλος της «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» στο εγχείρημα του Ρήγα Βελεστινλή είναι γνωστά. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθούν όσα κατέγραψε ο Λέανδρος Βρανούσης στον εισαγωγικό τόμο του έργου του: «ΕΦΗΜΕΡΙΣ: η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα που έχει διασωθεί, Βιέννη 1791-1797», όπου συγκέντρωσε και καταλογογράφησε όλα τα σωζόμενα φύλλα της εφημερίδας. Ο Βρανούσης, εκτός από τη λεπτομερή τεκμηρίωση των φύλλων, μελέτησε και κατηγοριοποίησε τα δημοσιεύματά τους με βάση το περιεχόμενο, συντάσσοντας ένα πολύτιμο ευρετήριο. Δυστυχώς, ο πρόωρος θάνατός του δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την έρευνά του, η οποία σίγουρα θα αποκάλυπτε περισσότερα σημαντικά ιστορικά στοιχεία. Όπως γράφει:

 «Η πρώτη σωζόμενη ελληνική εφημερίδα παρουσιάζει, όπως είναι αυτονόητο, ξεχωριστό ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού Τύπου, σταθμό και αφετηρία στην ανοδική πορεία του υπόδουλου Γένους, αλλά και πολύτιμη ιστορική πηγή για τη μελέτη της περιόδου που εκπροσωπεί (1791-1797), μιας περιόδου καθοριστικής για τις μετέπειτα εξελίξεις. Δημοσιογραφικό όργανο συνοδοιπόρων και συνεργατών του Ρήγα, διέγραψε την ίδια ιστορική τροχιά με εκείνον, καταλήγοντας στο ίδιο μοιραίο τέλος. Έτσι, η λιγόζωη εκείνη μικρή «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» δεν είναι μόνον αυθεντικό τεκμήριο μιας εποχής, αλλά και εθνικό κειμήλιο, άξιο να τοποθετηθεί δίπλα στα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ».»

Στις 27 Οκτωβρίου 2007, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας εγκαινίασε στη Θεσσαλονίκη, στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ), μια έκθεση ντοκουμέντων για τους Μαρκίδες Πούλιου. Ακολούθησε, στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ημερίδα με θέμα την «ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Η ΕΣΗΕΜ-Θ θέσπισε επίσης το ετήσιο «Βραβείο Μαρκίδες Πούλιου» για δημοσιογράφους της Βόρειας Ελλάδας, τιμώντας όσους με την επαγγελματική τους πορεία προσφέρουν έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς για το επάγγελμα.

Μετά το 2020, λόγω της πανδημίας αλλά και εσωτερικών θεμάτων της ΕΣΗΕΜ-Θ, η απονομή του βραβείου σταμάτησε. Η συνέχιση της βράβευσης πέραν του ότι αναδεικνύει νέα πρότυπα στον κλάδο της ελληνικής δημοσιογραφίας προβάλει και τον ιστορικό ρόλο των Μαρκίδων.

Για το δεύτερο λόγο, η Σιάτιστα η γενέτειρα των δύο δημοσιογράφων, θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη συνέχιση του θεσμού. Η συμμετοχή της, στη στήριξη και τη διοργάνωση της τελετής απονομής, σε συνεργασία με την ΕΣΗΕΜ-Θ, θα μπορούσε να προσφέρει νέα ζωή στον θεσμό και να ενισχύσει την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής. Μέσα από πολιτιστικές δράσεις τοπικής και εθνικής εμβέλειας, ο θεσμός θα αναδεικνύει τη σημασία της δημοσιογραφίας για την κοινωνία, ενώ παράλληλα θα τιμά τη συνεισφορά των Μαρκίδων Πούλιου στο πεδίο του ελληνικού Τύπου.

Η επανέναρξη του θεσμού θα αποφέρει αμοιβαία οφέλη και για τις δύο πλευρές. Η Σιάτιστα, τιμώντας την ιστορική της κληρονομιά την «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» (το εθνικό κειμήλιο όπως το χαρακτήρισε ο Λέανδρος Βρανούσης) και τους Μαρκίδες Πούλιου, θα αναδείξει την πολιτιστική της ταυτότητα και θα αποκτήσει μια σημαντική θέση στο χάρτη των πολιτιστικών εκδηλώσεων, ενώ η ΕΣΗΕΜ-Θ θα επωφεληθεί από την αναζωογόνηση του θεσμού και την αναγνώριση των σημαντικών επιτευγμάτων του ελληνικού Τύπου.

 

ΛΑΖΑΡΟΣ Γ. ΚΩΤΣΙΚΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ, PhD

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ (Κλαδαριές του 1912)

«Κόλιαντα στη Σιάτιστα! Μα υπάρχει πολιτεία, υπάρχει τόπος και χωριό που να τα γιορτάζει πιο περίλαμπρα, από την πατρίδα του Νιόπλιου, του ξακουσμένου που συμπολέμησε καβαλλάρης με τον Αϊ Γιώργη ολοζώντανο για να διώξουν τα φουσάτα των Κούρδων, από το χωριό της Κυρά Σανούκως που έλιωσε τις απλάδες και τις πιατάντσες και τις έκαμε βόλια και πολέμησε απ’ τα παράθυρα του σπιτιού της, τσ’ αρβανίτες, άλλος τόπος που να γιορτάζει πιο περίλαμπρα τα «κόλιαντα»;

Την ημέρα εκείνη η Σιάτιστα δανείζεται την ευγένεια της Κορυτσάς και της Καστοριάς, τα χωριά της Φλώρινας, τα τεφαρίκια και τα τσασίτια της Σαλονίκης, την καλοκαρδία της Κοζάνης με τους τρελλούς τιάκηδες, το θρύλο των Γρεβενών, τη λεβεντιά της Δεσκάτης, τις γλύκες της Νάουσας, δανείζεται προικιά και πανωπροίκια από πολιτείες και χωριά για να στολιστεί και να γίνει ίδια νύφη καμαρωμένη.

Την ημέρα εκείνη με τα καντάρια ξοδεύεται η ζάχαρη για τα «σαλιάρια» και τα μουστοκούλουρα, και ο μούστος για τα σουτζούκια και για τις μουστόπιτές, την ημέρα εκείνη ανοίγουν όλα τα βαρέλια με τα γλυκά άσπρα και τα παληά λιαστά, με τις οκάδες καθαρίζονται τα καρύδια, καβουρντίζονται τα κάστανα και με τις οκάδες βάζουν οι όμορφες και οι λυγερές το κοκκινάδι…».

Ξεχείλιζαν οι ασπροστολισμένοι δρόμοι από τον κόσμο και βουίζαν οι χιονισμένες στράτες από κίνηση, κι’ όταν πήρεν να πέφτει η μέρα στις πλατείες, άρχισαν κι’ όλας να στολίζονται οι κλαδαριές, οι μεγάλες φωτιές που ανάβονται αποβραδίς, έτσι από παλιό έθιμο, για τον καλό το χρόνο. Αλλά ποια πλατεία είχε την μεγαλύτερη κίνηση, ποια σειόταν από τη μεγαλύτερη οχλοβοή από τα Τρία Πηγάδια; Ήταν η κεντρικότερη πλατεία όπου κάθε χρόνο γινόταν το μεγαλύτερο ραβαΐσι (πανηγύρι).

Εκεί όπως κάθε χρόνο, είχε γίνει η πιο μεγάλη κλαδαριά, μια θυμωνιά πελώρια από φουρφούρια, που τα παιδιά του μαχαλά πήγαιναν κάθε Κυριακή και μάζευαν από το βουνό κι’ από κλιματόβεργες αγκαλιές – αγκαλιές που τις είχαν προσφέρει οι νοικοκυρές τον γύρω αρχοντικών.

Οσονύχτωνε και το ραβαΐσι στα Τρία Πηγάδια μεγάλωνε.

Τα καφενεία ήσαν γεμάτα κόσμο, και τα παράθυρα των σπιτιών φορτωμένα κορίτσια, που είχαν μαζευτεί από όλες τις γειτονιές για το σεργιάνι. Εκεί θα ρχότανε οι πιο διαλεχτές παρέες των νέων του χωριού να τραγουδήσουν γύρω από την κλαδαριά, εκεί θα μαζευότανε κι’ οι πιο πολλοί ξενητεμένοι να σεργιανήσουν την κλαδαριά, για τον καλό χρόνο, κι όταν θα την άναβαν κι’ οι φλόγες της θ’ ανέβαιναν εις τον ουρανό, θα σήκωναν τα μάτια και θα σεργιάνιζαν τα κορίτσια, που θα φάνταζαν σαν νεράιδες και σαν Παναγίες στο αντιφέγγισμα της φωτιάς, κι’ ο καθένας θα διάλεγε την καλή του.

Όλη όμως εκείνη η χαρά, όλο εκείνο το ραβαΐσι, το σκίαζε μια έννοια, που όσο νύχτωνε, όσο πλησίαζε η ώρα που τα Τρία Πηγάδια θάδιναν το σύνθημα, και θ’ άρχιζαν ν’ ανάβουν τόσο κι αυτή ψίλωνε σ’ ολωνών τη σκέψη κι’ απλωνότανε και τα σκέπαζε όλα, σαν ένα σύννεφο και πάλι διαλυόταν και γινότανε χιλιάδες – χιλιάδες ερωτηματικά, που έτρωγαν ολωνών, μικρών μεγάλων τες καρδιές σαν σκουλήκια.

- Έτσι στα βουβά και στα μουγκά θ’ αναβόταν εφέτος η πρώτη και καλύτερη κλαδαριά του χωριού;

Αλήθεια τη χρονιά αυτή, από τη γιορτή και τη χαρά και το ραβαΐσι των Τριών Πηγαδιών έλειπε το καλύτερο στολίδι. Έλλειπε τα’ αηδόνι που θα ξέχυνε τα σιντριβάνια των κελαϊδισμών του, που θα αγκάλιαζε στις νότες του, το τραγούδι το πατροπαράδοτο, το «κόλιαντα – μπάμπω, κόλιαντα» και θα τόκανε γλυκό σιντριβάνι ήχων, που θα χάιδευε και θα ξελίγωνέ και θα ξετρέλαινε. 

Έλειπε ο Τζουτζόπκος με το κλαρίνο του...

Αχ, όποιος δεν γλυκοξύπνησε από ένα γλυκό σαμπαχί (τσιφτετέλι), που το σφύριζαν οι άγγελοι τ’ ουρανού, εκείνος δεν θα μπορέσει να καταλάβει τι ήταν ο Τζουτζόπκος. Ήταν ένας μάγος μ’ ένα κλαρίνο ξωτικό. Όταν τόπιανε στα χέρια του ο παλιόγυφτος, το άψυχο όργανο, ζωντάνευε, γενότανε γλυκόλαλο αηδόνι. Όταν αυτός έπαιζε και σήκωνε αμανές, μέσα στη νύχτα, οι λυγερές αφήναν το στρώμα τους και έσκυβαν λιγωμένες στα παραθύρια και φώτα σαν άστρα του γαλαξία γέμιζαν τα σκοτεινά παράθυρα. Αυτός κάθε χρόνο ερχόταν με την κομπανία του και έπαιζε τα «κόλιαντα» και στηνότανε γύρω από την φωτιά ο χορός, και άναβε η τρέλα κι’ όλη νύχτα ύστερα το μάγο κλαρίνο, γυρίζοντας με τις παρέες από σπίτι σε σπίτι κελαηδούσε ως το πρωί, σαν μεθυσμένη γαλιάντρα.

Μα αυτή τη φορά η νύχτα η μεγάλη, η χρονιάρα, η τρανή θα γιορταζότανε στα βουβά και στα μουγκά. Ο μάγος που θα την γέμιζε κελαϊδισμούς με το κλαρίνο, το Τζουτζόπκο, ήταν μήνες άρρωστος και μάλιστα λέγανε, πως βρισκόταν στα τελευταία του…

Ξαφνικά όλων οι καρδιές λαχτάρησαν κι’ όλοι έφεραν τα χέρια τους στα μάτια, σαν νάθελαν να διώξουν κάποιον κακό βραχνά. Και μήπως δεν έβλεπαν; Εκεί μπροστά τους ένας άνθρωπος σκελετωμένος, φάντασμα παρά πλάσμα ζωντανό, με ένα κλαρίνο στη μασχάλη παραμέριζε όλους κι’ άνοιγε δρόμο και προχωρούσε με τρεμάμενα πόδια προς το κέντρο της πλατείας. Ήταν ο Τζοτζόπκος που όλοι τον ήξεραν στο κρεβάτι να βρίσκεται στα τελευταία του.

Όσο να αναρωτηθεί κι΄ όσο να καλοπιστεψει ο καθένας τα μάτια του, χιλιάδες αηδόνια γέμισαν τον αέρα με τους γλυκούς κελαϊδισμούς των. Όλοι τον αναγνώριζαν τώρα. Ήτανε αυτός, με το μάγο του κλαρίνο. Άρρωστος ήταν του θανατά, μα πως μπορούσε να λείψει από μια τέτοια γιορτή; Πως μπορούσε, να παίξει, αυτός να ριχτεί πισωκάπουλα στο άτι του Χάρου και να φύγει σαν λιποτάκτης. Αυτό ήταν αδύνατο. Κι’ ενώ ο Χάρος του χτυπούσε το παράθυρο αυτός γλίστρησε από την πόρτα, σαν υπνοβάτης και πήγε εκεί που τον περίμενε η χαρά…

Από τις πρώτες νότες που ξεχύθηκαν από το μάγο όργανο, ξεχείλισε από τα στήθεια όλων η χαρά, κι άναψεν η κλαδαριά, που οι φλόγες της έφθαναν ως τον ουρανό, κι’ άναψεν ο χορός και το γλέντι. Και το κλαρίνο, το θείο κλαρίνο του Τζουτζόπκου, όλο γινόταν πιο γλυκόλαλο, πότε σαν αηδόνι, πότε σαν γαλιάντρα, πότε σαν ερωτευμένο πουλί, πότε σαν πληγωμένη νεράιδα, και τρίλιζε όλο και ποιο γλυκά:

- Κόλιαντα, μπάμπω κόλιαντα …

Ανήμερα Χριστούγεννα, στο σπίτι του, το φτωχό γύφτο τον θρηνούσαν νεκρό.

Μα πριν κατεβεί στον άλλο κόσμο έπαιξε με το μαγεμένο του όργανο τα τελευταία κόλιαντα…

 

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Για τον παππού μας Μιχάλη, που μας άφησε...


Το πρωί του Σαββάτου 9 Μαρτίου 2024 έφυγε ο παππούς μας Μιχάλης Τσιαούσης πλήρης ημερών. Δεν ήθελα να ακολουθήσω τις συνήθειες των τελευταίων ετών με δημοσιεύσεις και αναρτήσεις. Πιστεύω πως από είναι από τα βιώματα που πρέπει να μείνουν αυστηρά προσωπικά.

Αποφάσισα μετά τα σαράντα του, να γράψω κάτι, με αφορμή το κείμενο που δημοσίευσε ξανά η φιλόλογος Βασιλική Σιάσιου στο φύλλο του Μαρτίου της «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» του Μορφωτικού – Πολιτιστικού Συλλόγου «Μαρκίδες Πούλιου» και για το οποίο την ευχαριστώ θερμά.

Πάντα θα θυμάμαι, όταν ήμουν κοντά στα δώδεκα χρόνια και ο παππούς καθόταν και «έκοβε» τα κομμάτια του «χορδά» καθισμένος στο μαγαζί πίσω από ένα μεγάλο παράθυρο και αντίκρυζε το «Μπούρινο» και «τ’ Αζούλι» όπου βρισκόταν το κτήμα με τα μελίσσια, αυτό που τον αναζωογονούσε. Καθόμουν πάντα δίπλα του κάνα Σάββατο ή όταν δεν είχα σχολείο και του διάβαζα αποσπάσματα από βιβλία με ήρωες και μάχες του ’21. Όσα και αν του διάβαζα, ο παππούς μας δεν τα βρήκε ως αφορμή για να μου εξιστορήσει για τις μάχες που πολέμησε ο ίδιος δεκαεννιά χρονών παιδί στην Εθνική Αντίσταση. Δεν το έκανε για δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος ήταν, ότι δεν ήθελε να υπερηφανεύεται, δεν ήθελε κολακείες, δεν ήθελε να ακούει λόγια που ήξερε καλύτερα από όλους μας την πραγματική τους αξία. Ότι το έκανε, το έκανε γιατί αυτό θεωρούσε πως ήταν το καθήκον του ως άνθρωπος, ως οικογενειάρχης, ως πατριώτης.

Ο δεύτερος και ο σημαντικότερο λόγος ήταν τα όσα τράβηξε μετά την απελευθέρωση από αυτούς που κατάφεραν η Ελλάδα να βιώσει μια μεγαλύτερη τραγωδία από την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Οι αναμνήσεις εκείνων των χρόνων τον στεναχωρούσαν, «του ανέβαζαν την πίεση» όπως έλεγε η γιαγιά Κατίνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολλά από αυτά τα γεγονότα να τα μαθαίνουμε από μαρτυρίες άλλων, όπως για παράδειγμα του αείμνηστου γιατρού Δημήτριου Γκερεχτέ.

Μεταφέρω το δημοσίευμα του άρθρου της «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» ως χρέος στην μνήμη του και με μια ευχή.

Του χρόνου το ετήσιο μνημόσυνο του τελευταίου μαχητή της Εθνικής Αντίστασης που θα συμπέφτει με την επέτειο της Μάχης του Φαρδυκάμπου (της σημαντικότερης μάχης της Εθνικής Αντίστασης), να γίνει μια εκδήλωση με την οποία θα ψάξουμε περισσότερο μια ιστορική περίοδο, που άγνωστο γιατί, δεν θέλουμε σκαλίσουμε.

Ίσως μάθουμε περισσότερα…

 Λάζαρος Γ. Κώτσικας

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ, PhD

 

 

Έφυγε ο Μιχάλης Τσιαούσης, τελευταίος Μαχητής της Εθνικής Αντίστασης

Λίγο μετά από το γιορτασμό της 81ης Επετείου του Φαρδύκαμπου, έφυγε από κοντά μας, στις 9 Μαρτίου, ο Μιχάλης Τσιαούσης, σε ηλικία 101 ετών, αφού χάρηκε εξαιρετικά παιδιά και εγγόνια, άξιος γιος, άξιου πατέρα! Και το λέμε αυτό, γιατί ο πατέρας του «Λιλιός» -έτσι φέρεται στα Αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), Γεώργιος Τσιαούσης, ήταν εκείνος που μαζί με άλλους δύο Σιατιστινούς μετάφεραν το κανόνι, από την Μπάρα μέχρι το Γκραντίστι, πριν από τη Μάχη το 1912, συμμετέχοντας για την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.

Το παράδειγμά του έχοντας ενστερνιστεί κι ο γιος του Μιχάλης, 19 χρονών ακόμη, ζώστηκε τ’ άρματα, όταν η πατρίδα τον καλούσε και πήρε μέρος στην πρώτη ομαδική αντιστασιακή πράξη όλης της Ευρώπης, στις μάχες Βίγλας-Φαρδύκαμπου, ενάντια στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής κι αγωνίστηκε γενναία, στο πλευρό καπετάνιων, όπως του Αλεξίου Ρόσιου (Υψηλάντη), και που ο ίδιος τον αναφέρει στο Βιβλίο του «Στα Φτερά του Οράματος», ως ψυχωμένο παλικάρι. Ας ακούσουμε τι λέει ο ίδιος σε αφήγησή του γραπτή -δημοσιευμένη στην Εφημερίδα του 1997, μετά από παράκλησή μας. Την μεταφέρουμε με τίτλο: «ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟ».

«Μετά την εισβολή των κατακτητών στην Ελλάδα το 1940, όλοι οι Έλληνες άρχισαν να προβληματίζονται το τι θα γίνει τώρα. Πάνω συλλήψεις, εκτελέσεις και πού θα πάει η κατάσταση. Το 1942 οργανωθήκαμε στο Κ.Κ.Ε. Σαν νέοι, αλλά κι όλος ο κόσμος κάπου έπρεπε ν’ ακουμπήσει και με την ίδρυση του Ε.Α.Μ. βρήκαμε ζεστασιά στους κόλπους του. Αρχίσαμε δράση, προκηρύξεις, επαναστατικά συνθήματα, συγκεντρώσεις όλμων, κάθε είδος πολεμικού υλικού. Πληροφορίες για κινήσεις των κατακτητών αναφέραμε στην οργάνωση του Ε.Α.Μ.

Τέλειωσε το 1942 και μπαίνουμε στο Φεβρουάριο 1943. Μια Κυριακή του 1943, στις 2 Φεβρουαρίου, 11 π.μ., όπως καθόμασταν στην πλατεία Γεράνειας, βλέπουμε πολίτες από τα χωριά Κοκκινιά, Ταξιάρχη, τρομοκρατημένους, να έρχονται. Τους πλησιάσαμε και ρωτήσαμε γιατί τόσο τρομοκρατημένοι. Απάντησαν ότι την Κυριακή 2/2 ιταλικό απόσπασμα προερχόμενο από Γρεβενά, μπήκε στο χωριό Ταξιάρχη με αυτοκίνητα κι άρχισαν να πυροβολούν. Οι κάτοικοι έφυγαν τρομοκρατημένοι κι οι Ιταλοί άρχισαν να πλιατσικολογούν κότες, αρνιά κι ό,τι άλλο. Μάλιστα εκτέλεσαν κι έναν πολίτη, αν δεν απατώμαι, Ντάρα. Μετά τα γεγονότα αυτά, ο κόσμος αναστατώθηκε με το τι θα γίνει. Την ίδια μέρα ειδοποιούμαστε ορισμένα μέλη του Ε.Α.Μ. ότι το βράδυ στις 7 μ.μ., με όπλα, πυρομαχικά και κάπες να συγκεντρωθούμε σε Χάνι, κάτω στη Μπάρα. Όπως κι έγινε. Εκεί μας μίλησε στέλεχός του για το βάρος που αναλαβαίναμε εμείς που πήραμε τα όπλα. Επιτελούμε καίριο εθνικό καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Η ομάδα που σχηματίστηκε αποτελούνταν από τους: Αξιωματικούς: Δημήτριο Χαρισιάδη ή Καραϊσκάκη, Έφεδρο Ανθυπ/γό, Κατσόγιαννο Στέλιο, Μόνιμο Ανθ/γό, Μάρκο Τσιούκρα, Ενωμοτάρχη Υποδ/σεως Χωροφυλακής Σιατίστης, κι οπλίτες: Ζιώγο Μιχάλη, Τσιαούση Μιχάλη, Λιάμα Σπύρο, Λιάμα Νίκο, Σίμο Ιωάννη, Ώττα Ευάγγελο, Κεραμάρη Νίκο, Τσίτσαρη Σπύρο, Κώτσικα Κωνσταντίνο, Πρόκα Γεώργιο, Σιαμσιάρα Μιχάλη, Μπασιά Ζαχαρία. Αυτή ήταν η σύνθεση της ένοπλης αντάρτικης ομάδας ΕΛΑΣ, 2ης του Ν. Κοζάνης, μετά του Τασινόπουλου Γρεβενών.

Ξεκινήσαμε από Μπάρα για Βέντζια. Σε κάθε χωριό κάναμε συγκέντρωση. Μιλούσαμε για το σκοπό του ΕΑΜ, το διώξιμο των κατακτητών, για κοινωνία δίκαιη, δημοκρατική. Λύναμε τυχόν προβλήματα των χωριών με τον πιο δίκαιο τρόπο. Παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των κατακτητών κι όπου τους συναντούσαμε, τους χτυπούσαμε, κάναμε σαμποτάζ πάσης φύσης. Γυρίσαμε σχεδόν όλα τα χωριά της Κοζάνης, σχηματίσαμε επιτροπές παρακολούθησης του εχθρού. Για πάσης φύσης πληροφορίες να φθάνουν το γρηγορότερο στις ένοπλες ομάδες του ΕΛΑΣ και ανάλογα να τις αξιοποιούμε.

Στις 18 Φεβρουαρίου πήραμε εντολή να μπούμε στη Σιάτιστα. Πρέπει ν’ αναφέρω ότι προτού πάρουμε την εντολή, στο χωριό Πυλωροί Χασίων συναντήσαμε άλλη μια ομάδα του Ολύμπου του ΕΛΑΣ, με αρχηγό τον Τάρη Τάκη. Συνεργαζόμασταν αρμονικά, κάναμε περιοδείες στα χωριά. Στις 15/2/ η οργάνωση Σιάτιστας έστειλε σύνδεσμο με σημείωμα, να στείλουμε 3 αντάρτες σε καθορισμένο σημείο, στο λάκκο Τσερβένας να παραλάβουν τον Υποδ/κητή Χωροφ/κής Σιάτιστας με όλους τους άντρες του και να τους οδηγήσουν στην έδρα μας, στο χωριό Έξαρχος. Έτσι κι έγινε. Στείλαμε 3 άντρες, πήγαν, τους συνάντησαν στον Έξαρχο, όπου συμφάγαμε. Πριν το φαγοπότι, ο Καπετάνιος, ο Καραϊσκάκης κι ο Κατσόγιαννος προσφώνησαν τον Υπομοίραρχο Βενετσανόπουλο Θωμά, με τα καλύτερα λόγια κι αυτός τους ευχαρίστησε μιλώντας για τις υποχρεώσεις κι ευθύνες που αναλάμβανε με τα αξιώματα που είχε, λέγοντας ότι εκτελούσε υπηρεσία δύσκολη κι ίσως να ‘ρχόμασταν πολλές φορές σε σύγκρουση και με το λαό. «Υπήρχαν αδικίες που έπρεπε να τις εφαρμόσω εγώ, αλλά κι αν αρνιόμουν, θα έβαζαν άλλον να τις εφαρμόσει», και συνεχίζοντας: «Ήταν το σύστημα τέτοιο, που, είτε το θέλαμε, είτε όχι, γίνονταν αδικίες. Συγκέντρωσα τους άντρες και τους μίλησα τι πρέπει να κάνουμε. Οι Ιταλοί μας ειδοποίησαν να πάρω τους άντρες μου και να πάμε Καστοριά. Σαν θα πάμε, θα μας κλείσουν στα σύρματα. Αν πηγαίναμε Κοζάνη, θα μας υποχρέωναν να πάρουμε τα όπλα, να πολεμάμε Έλληνες. Τους λέγει: Τι προτιμάτε; Και προτιμήσανε το βουνό. Κι έχετε το λόγο της τιμής μου ότι θα αγωνιστώ με όλες τις δυνάμεις μου, θα δώσω και τη ζωή μου για τα ιδανικά της Ελλάδας». Καθίσαμε μια βδομάδα μαζί. Πήραμε απόσπαση για Σινιάτσικο. Εκεί ιδρύθηκε άλλο συγκρότημα με άντρες από το Δρυόβουνο, Βογατσικό, Πελεκάνο, κι ανέλαβε Διοικητής του συγκροτήματος.

Επανέρχομαι στη διαταγή της οργάνωσης ΕΑΜ να μπούμε στη Σιάτιστα. Ενωθήκαμε τα 2 συγκροτήματα, Καραϊσκάκη-Τάκη Τάρη και ξεκινήσαμε για Σιάτιστα, ακλουθώντας το δρομολόγιο Χρώμιο, Κτένι, Μεταμόρφωση, Ξηρολίμνη, όπου συναντηθήκαμε με το συγκρότημα Βενετσανόπουλου και ξεκινήσαμε για Σιάτιστα, συγκροτήματα 3, γύρω στους 150 άντρες κι ήμασταν Σιάτιστα, στις 3 τα χαράματα.

Στις 2 Μαρτίου πήγαμε Πολύδεντρο Γρεβενών. Μας υποδέχτηκε όλο το χωριό και συζητήσαμε τα προβλήματά του. Το απόγεμα τραβάμε για Μικρόκαστρο, ώρα 3-4 μ.μ. προσκεκλημένοι του ΕΑΜ. κι ενώ περνούσαμε τον Αλιάκμονα, την ίδια στιγμή από τα υψώματα Πολύδενδρου, μια φωνή φωνάζει: «Έ, συναγωνιστές! Σταθείτε αυτού να κατέβω». Περιμέναμε 10 λεπτά. Ήρθε με ένα σημείωμα από την οργάνωση Σιάτιστας. Το παίρνει ο Καραϊσκάκης, το διαβάζει και λέει: «Τρέξτε γρήγορα, όποιος κόβει το πόδι του, να πιάσουμε το ύψωμα γέφυρας Αλιάκμονα. Έρχεται φάλαγγα Ιταλών από Κοζάνη και να την χτυπήσουμε. Μόλις μας έδωσε εντολή ο Καραϊσκάκης, η απόσταση ως το ύψωμα ήταν 7-8 χλμ., αλλά εμείς το κάναμε μισή ώρα. Πιάσαμε το ύψωμα και περιμέναμε με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Περιμέναμε 1, 2, 3 ώρες, πουθενά. Δε φαίνεται τίποτα. Μας πιάνει σούρουπο, έρχεται άλλος σύνδεσμος και λέει να κατευθυνθούμε προς διασταύρωση Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης, κάτω από τη Σιάτιστα. Προχωρούμε, φτάνουμε στη διασταύρωση, έρχεται άλλος σύνδεσμος, μας παίρνει και μας πηγαίνει στη γέφυρα Σιάτιστας. Εκεί βρήκαμε κι ορισμένες δεκαρχίες. Είχαν πάρει θέσεις με ορύγματα. Η οργάνωση ΕΑΜ Σιάτιστας πληροφορήθηκε ότι ιταλική φάλαγγα από 10 αυτοκίνητα θα ξεκινήσει από Αμύνταιο με πιθανή κατεύθυνση Γρεβενά. Γι’ αυτό, αν επιχειρήσουν να μπουν στη Σιάτιστα, τότε θα χτυπηθούν. Έτσι θεώρησαν καλό να πιάσουν τα βουναλάκια μπροστά απ’ τη Σιάτιστα, ώστε, αν γυρίσουν προς Σιάτιστα, να χτυπηθούν. Συνέρχεται η Επιτροπή ΕΑΜ και με τους Καραϊσκάκη, Κατσόγιαννο αλλάζουν απόφαση. Οι Ιταλοί να χτυπηθούν στη θέση Βίγλα Μπάρας.

Τα ξημερώματα 2-3 Μαρτίου πιάσαμε θέσεις δεξιά-αριστερά της δημόσιας οδού. Η ομάδα μου έπιασε στο 25ο Βίγλας, με ομαδάρχη τον Αλέξιο Ρόσιο, θα δεχόμασταν τα πρώτα αυτοκίνητα και θα δίναμε το σύνθημα έναρξης της Μάχης. Ξημέρωσε. Βλέπουμε περί τα 300 μ. να ‘ρχεται το πρώτο αμάξι με το οπλοπολυβόλο στην καρότσα στημένο. Στα 150 μ. υπήρχε κάρο με υδροβυτίο και επιδιόρθωνε το δρόμο. Το γυρίσαμε στη μέση του δρόμου κι όταν το είδαν οι Ιταλοί, έκοψαν ταχύτητα, αλλά αμέσως αρχίσαμε τα πυρά, έτσι που δεν τους αφήσαμε να ρίξουν ούτε ντουφεκιά. Ρίχτηκαν όλοι κάτω, έπεσαν ένας πάνω στον άλλον, άφησαν και τ’ οπλοπολυβόλο στο αμάξι. Επιχείρησε ένα Ιταλός να το πάρει, αλλά έπεσε νεκρός. Μέσα σε 20” το αμάξι αιχμαλωτίζεται με τους Ιταλούς και μαζί τους ο Λοχαγός-Φρούραρχος Βοΐου αφήνοντας και 8 νεκρούς. Τους αιχμαλώτους τους οδηγούμε σε ασφαλές μέρος και προχωρούμε για κατάληψη των άλλων αμαξιών. Σε 3 ώρες αιχμαλωτίζονται τα 7. Από τα 10 της φάλαγγας, ένα έμεινε έξω από τον κλοιό κι έφυγε. Επέστρεψε Κοζάνη κι από ‘κει τηλεφώνησε στο Τάγμα Γρεβενών που ξεκίνησε προς διάσωση του λόχου. Μόλις βγαίνει απ’ τα Γρεβενά, δέχεται τα πυρά του ΕΛΑΣ από τα τμήματα του Τασινόπουλου, μ’ αποτέλεσμα να τους καθυστερήσει όλη τη μέρα και το βράδυ να στρατοπεδεύσει στον Ταξιάρχη (Καμήλα), στο ύπαιθρο, δίνοντας την ευχέρεια στα τμήματά μας. Ως τις 11 η επιχείρηση τελείωσε. Αποτέλεσμα; 130 αιχμάλωτοι με τον οπλισμό τους, 2 βαριά πολυβόλα, 5 ολμίσκοι βάτραχοι, άφθονο πολεμικό υλικό με τρόφιμα, είδη ιματισμού, μαζί κι ο λοχαγός-Φρούραρχος Νεάπολης Αυρήλιος, λοχαγός της Ιταλικής Αστυνομίας-Φινάντσας κι ο λόχος του ανήκε οργανωτικά-διοικητικά στο Τάγμα Γρεβενών, με αποστολή την εγκαθίδρυση Φινάντσας στη Νεάπολη Βοΐου, με παραρτήματα σε Τσοτύλι-Σιάτιστα, για τρομοκράτηση. Κάθε είδος τρομοκράτησης και καταπίεσης το πέτυχε μέσα στο 1942. Τέλη ’42 τα πράματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Η ίδρυση ΕΑΜ άρχισε να στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά του. Προκηρύξεις της οργάνωσης μέσα στις ίδιες τις Φινάντσες άρχισε να προβληματίζει. Τέλη ’42 συγκεντρώνει τα παραρτήματα Τσοτυλίου-Σιάτιστας στη Νεάπολη, αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό με τις εμφανίσεις των αντάρτικων ομάδων. Παίρνει διαταγή για ένωση-σύμπτυξη με τα τμήματα Καστοριάς κι αργότερα με την ευκαιρία θα πήγαιναν στη μονάδα τους.

Αλλά ας έρθουμε τώρα στο Τάγμα Γρεβενών και στη Μάχη του Φαρδύκαμπου.

Είπαμε ότι στις 3 Μαρτίου 1943 ξενύχτησε το Τάγμα Γρεβενών στην Καμήλα. Η μάχη συνεχίζεται με τα αντάρτικα τμήματα Γρεβενών. Ξενυχτούμε και πάλι στο ίδιο σημείο και το πρωί, 5 Μαρτίου περνούν τη γέφυρα Αλιάκμονα και προχωρούν προς Σιάτιστα. Φτάνουν στο Φαρδύκαμπο, στήνουν τη βάση πυρός, στήνουν τα ορειβατικά και βαριά πυροβόλα και το πεζικό τους. Περνούν το δημόσιο κι ανηφορίζουν για το υπ’ αριθ. 1 ύψωμα προς Σιάτιστα, για να την τιμωρήσουν για τη ζημιά που τους έκαναν τα τμήματά μας. Περιμένουμε να ιδούμε ποια κατεύθυνση θ’ ακολουθήσουν οι Ιταλοί κι ανάλογα να ενεργήσουμε κι εφόσον ανηφορίσουν…Τμήματά μας συγκεντρώθηκαν στις παρυφές έξω από Σιάτιστα. Αναφέρομαι με λεπτομέρεια, για να μπορέσει ο αναγνώστης να μπει στην έννοια της επιχείρησης. Αξίζει τον κόπο. Το ύψωμα που κατέλαβαν ο Ιταλοί απέχει περί τα 1500 μ. Τα τμήματά μας σχημάτισαν ημικύκλιο μπρος στο ύψωμα που κατέλαβαν οι Ιταλοί, βάζοντας 3 οπλοπολυβόλα ΒΔ του υψώματος, 2 βαριά πολυβόλα Α. και ο κύριος όγκος των οπλιτών έμπροσθεν του υψώματος, περί τα 1.000 μ. από τους Ιταλούς. Με την επίθεσή τους, τα βαριά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα να χτυπάν τα πλευρά τους και οι οπλίτες να τους κάνουν αντεπίθεση. Όλα ταχτοποιήθηκαν, περιμέναμε να εκδηλωθεί επίθεσή τους. Το συγκρότημά μου είχε το ΒΔ τομέα. Περιμέναμε από λεπτό σε λεπτό την εκδήλωση, οι Ιταλοί αγκιστρώθηκαν στην παρυφή του υψώματος κι απορούσαμε γιατί δεν κάνουν επίθεση. Με τις σκέψεις αυτές, ακούμε φωνή απ’ τα δυτικά. Μας φωνάζαν αν έχουμε κανένα οπλοπολυβόλο. Ήταν καμιά 15αριά πολίτες που τους Ιταλούς τους είχαν αντίκρυ και δεν μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι, διότι 2 ιταλικά οπλοπολυβόλα τους θέριζαν. Αποστολή μας να ελέγχουμε την κορυφογραμμή, όπου οι Ιταλοί θα επιτίθονταν. Εδώ κάναμε αυθαιρεσία. Αντί να ειδοποιήσουμε τη Διοίκηση, θεωρήσαμε καλό αυθαίρετα να πάρουμε ένα οπλοπολυβόλο και να πάμε στην ομάδα που μας φώναξε. Πήγαμε 10 άντρες, είδαμε πράγματι ότι δυο ιταλικά οπλοπολυβόλα δεν τους άφηναν να σηκώσουν κεφάλι, έστησε το οπλοπολυβόλο ο Τσιούκρας Μάρκος κι άρχισε να βάζει προς τους Ιταλούς, ώστε σε 20΄΄ τα δυο ιταλικά οπλοπολυβόλα να σιγήσουν. Όλα αυτά γίνονταν πάνω από την τοποθεσία «Του παπά το αμπέλι», στη μεγάλη στροφή που κατεβαίνει απ’ το Μπούνο. Περί τα 7 άτομα αφήνουμε τον Τσιούκρα, προχωρούμε προς το δημόσιο δρόμο και Μπαράγκα Κατσέλη από τη ρεματιά. Προχωρήσαμε περί τα 200 μ. στο ρέμα και βλέπουμε μπροστά 2 κιβώτια χειροβομβίδες, 2 κιβώτια με σφαίρες ιταλικές. Πήραμε από 2-3 χειροβομβίδες στα τζέπια. Ξεκινήσαμε. Αυτά φαίνεται οι Ιταλοί τα μεταφέρανε, για να τα βγάλουν στο ύψωμα και φαίνεται μας αντιλήφθηκαν και τόβαλαν στα πόδια. Στα «Χαΐρια του Κατσέλη» βλέπουμε Ιταλούς στρατιώτες δυο-δυο να μεταφέρουν πυρομαχικά προς το ύψωμα που είχαν καταλάβει οι Ιταλοί. Δε χάσαμε καιρό. Τους βάλαμε στο τουφεκίδι κι αυτοί βλέποντάς τα σκούρα, τρέπονται σε φυγή προς Φαρδύκαμπο, δηλ. προς βάση πυρός. Το επιθετικό τμήμα που είπαμε ότι κατέλαβε το ύψωμα «Μάη συκιά», βλέποντας αυτά -μας βλέπαν καθαρά- διότι χτυπήσαμε σφήνα στο ενδιάμεσο βάσης πυρός και υψώματος και το τμήμα εφόδου περίμενε πολεμοφόδια και δεν πήγαιναν, γι’ αυτό αναγκάστηκαν μια διμοιρία κάτω στους πρόποδες, κοντά στου Κατσέλη, να μας αντιμετωπίσουν, όπως κι έγινε κι ανταλλάξαμε πυρά.

Άρχισε η μάχη πεισματικά, απόγεμα Παρασκευής 5 Μαρτίου στις 3-4. Ο Μπούνος ακούγοντας τη μάχη θορυβήθηκαν και για καλή μας τύχη βγήκε ο πολίτης Γιάννης Νεράντζης και φώναζε: «Όσοι έχετε όπλα, να κατεβούμε στα Χαΐρια, έρχονται οι Ιταλοί να μας κάψουν σε μισή ώρα». Έρχονται καμιά 30αριά πολίτες. Ενωνόμαστε, μ’ αποτέλεσμα να γίνει λυσσώδης μάχη και ν’ αναγκαστούν οι Ιταλοί να στείλουν άλλη διμοιρία στους πρόποδες, για αντιμετώπισή μας. Φωνάζουμε: «Ιταλοί, Παραδοθείτε!». Αυτοί μας απαντούν: «Ελάτε να παραδοθούμε». Αλλά μόλις κάναμε να προχωρέσουμε, έρχονταν τα πυρά βροχή. Εδώ αναφέρω ένα θλιβερό γεγονός. Όπως μαχόμασταν και ήμασταν στο έδαφος, ακούω από πίσω μου έναν να μου λέει: «Σήκω, θα παραδοθούν» και με δρασκελίζει. Βλέπω τον πολίτη Γούτα Παναγιώτη με πιστόλι στο χέρι και οι Ιταλοί να φωνάζουν: «Ελάτε να παραδοθούμε», αλλά συνάμα έριχναν στο ψαχνό. Του λέγω: «Κάτσε κάτω. Αυτό το παιχνίδι μάς το λεν ώρες ολόκληρες». Δεν με άκουσε… Δεν πρόλαβε να προχωρέσει 10 βήματα. Τον βλέπω με τα δυο του χέρια στα γεννητικά του όργανα, σκυφτός μου λέγει: «Τραυματίστηκα». «Μπορείς να περπατήσεις»; ρωτώ. «Δεν ξέρω. Είμαι ζεστός ακόμα». Φώναξα έναν σύντροφό μας. Του λέγω: «Πάρτον και πήγαινέ τον απάνω στη Σιάτιστα». Δυστυχώς, δεν ξημέρωσε και υπέκυψε τα μεσάνυχτα. Ήταν και το πρώτο θύμα.

Η μάχη συνεχίζεται και μας πιάνει το σούρουπο. Τα σχέδια των Ιταλών ανατρέπονται. Η μάχη συνεχίζεται. Μέσ’ στο σκοτάδι ακούμε φωνές «Αέρα!» ψηλά απ’ το ύψωμα. Τα τμήματα που ήταν στη Σιάτιστα έκαναν επίθεση στους Ιταλούς και τους μαζεύανε σαν τα πρόβατα στην κατηφόρα. Ενωνόμαστε με τα τμήματα από Σιάτιστα κι εμείς. Ένα βουητό «Αέρα!», ακουγόταν. Βροντούσε ο τόπος. Στη διασταύρωση Κατσέλη-Γρεβενών και Κοζάνης αρχίζει να βάζει το πυροβολικό από το λοφίσκο Φαρδυκάμπου. Αντί να καθηλώσει εμάς, καθηλώνει τους Ιταλούς, διότι τα βλήματα ήταν εγκαιροφλεγή, σκάζαν στα κεφάλια των Ιταλών και δημιουργείται πανδαιμόνιο. Φωνές, ουρλιαχτά, κι εμάς να φωνάζουμε «Αέρα!». Ύστερα από 20 λεπτά οι Ιταλοί συνεννοήθηκαν με φωτοβολίδες και σταμάτησαν το πυροβολικό. Εμείς συνεχίσαμε να τους μαζεύουμε σαν τα πρόβατα με «Αέρα!». Τους κατεβάσαμε ως τη βάση πυρός στο λοφίσκο Φαρδυκάμπου. Τους πλησιάσαμε στα 150 μ. περίπου κι άρχισε διάλογος Ιταλών-Καραϊσκάκη και ανθυπ/γού Χατζηζήση Κωνσταντίνου ή Γρίβα. Αντάλλαξαν λέξεις κι αφού βεβαιώθηκαν οι Ιταλοί ότι συγκεντρώθηκαν στον καταυλισμό τους, άρχισαν τα πυρά με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Καιγόταν ο τόπος. Ευτύχημα για τα τμήματά μας ότι πιάσαμε ένα κοίλωμα, γούρνα κι οι Ιταλοί ήταν πάνω στο λοφίσκο, οπότε τα πυρά έφευγαν λίγο πιο πάνω. Για μισή ώρα με τα πυρά δε βγάλαμε άχνα. Εγώ τότε έσκαψα με τη μούρη μου στο χώμα. Νόμιζες περνούσαν εκατομμύρια σφαίρες άκρη στο σώμα μου. Μετά σίγησαν για ένα τέταρτο. Αυτό βοήθησε να περάσουμε στην άλλη μεριά, σε κάτι κοντολάκκια, οπότε μας προστάτευε το έδαφος. Ήταν απυρόβλητο. Συμπτυχθήκαμε για Σιάτιστα. Στις «Τσιποτούρες» συγκεντρωθήκαμε. Ανταμωθήκαμε με τους καπεταναίους Καραϊσκάκη και Στέλιο Κατσόγιαννο 2 ομάδες. Στήσαμε ενέδρα στο δρόμο Τσιποτούρας και μια ενέδρα στη ράχη Σ΄κιάς, ως τα μεσάνυχτα η ώρα 12, οπότε μας αντικατάστησαν άλλες δυο ομάδες. Βγήκαμε στη Σιάτιστα και φάγαμε.

Η Οργάνωση με τους αξιωματικούς της Σιάτιστας στο μεταξύ είχαν ολονύχτια σύσκεψη, αν δεν απατώμαι στου Χρίστου Δαρδάλη ή Παυσανία το σπίτι. Εκεί ορισμένοι αξιωματικοί Κωνσταντίνος Μπέντας και Νίκος Καλύβας διαφωνούσαν για το αν έπρεπε να ξεσηκώσουν όλη τη Σιάτιστα, αλλά επικράτησε η γνώμη της Πολιτικής Οργάνωσης και κύρια των Γιώργου Μέντζα, Γιώργου Σίμου, Γιώργου Σιάσιου και Χαρίλαου Βανίδη, οπότε στις 3 τα χαράματα η οργάνωση με συνδέσμους και τηλεβόες ειδοποιεί τον κόσμο να κατεβεί με όπλα στου «Αγά τον Τσιοσμέ».

Συγκεντρωθήκαμε νύχτα όλοι, εκεί κι ο Καραϊσκάκης με τους αξιωματικούς άρχισε να παραδίδει διμοιρίες πολιτών-οπλιτών και ανά 5 ή ανά 8 αντάρτες στους αξιωματικούς. Πήραν τις κατευθύνσεις από τον Καραϊσκάκη οι ανθυπολοχαγοί για κυκλωτική κίνηση σε βάρος των Ιταλών και πλησίασμα όσο γίνεται μεγαλύτερο. Ξεκινάμε προς συνάντηση των Ιταλών. Η διμοιρία μου πήρε το δεξιό τομέα προς «κοντολάκκια» και προχωρούμε χαράματα. Στα 500 μ. ακούμε 3 πιστολιές μπροστά μας στα 20 μ. Ήταν αξιωματικοί Ιταλοί, έκαναν αναγνώριση. Εκεί τραυματίστηκε ο Νικόλαος Μάνιος ή «Γάλλος». Εμείς τρέχουμε από πίσω τους. Πλησιάζουμε περί τα 100μ. στον καταυλισμό τους, οπότε μας αρχινούν τα πυρά. Πιάνουμε θέση στο ίδιο σημείο περί τα 150 μ. απόσταση από τους Ιταλούς κι αρχίζει η μάχη. Έφεξε για καλά η μέρα. Τα πυρά ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, όλα εν ενεργεία. Κατά τις 11 φτάνουν 2 αεροπλάνα κι αρχεύουν αναγνωρίσεις και να μυδραλιοβολούν. Βλέπουμε απέναντι στου Καφάση το λοφίσκο τους Ιταλούς, ορισμένους να παίρνουν τα πλαίσια στα κεφάλια και να κάνουν σχηματισμούς για τα αεροπλάνα. Τους βάζουμε στο στατήρι και τα εγκατέλειψαν χωρίς σχηματισμούς. Τα αεροπλάνα μυδραλιοβολούσαν συνέχεια. Η μάχη συνεχίζεται. Η σάλπιγγα να κρούει «Αέρα!». Για μια στιγμή βλέπω το όπλο μου να βγάζει καπνούς από τα ξύλα. Κουκίντσιν. Παίρνου άλλου όπλου. Όπους σκόπευα, μου κοπανάει μια ριπή ένας Ιταλός κι μ’ ξουρίζ΄ όλα τα μαλλιά απ’ του κιφάλ΄. Η μάχη συνεχίζεται και φτάνει το απόγεμα. Έρχονται δυο αεροπλάνα πάλι. Το ένα μυδραλιοβολεί, τ’ άλλο προσπαθεί να κάνει ρίψεις. Ρίχνει 5 δέματα κι απ’ αυτά τα 3 πέφτουν πίσω στο δικό μας μέρος και τα 2 στο διάμεσο μεταξύ Ιταλών και εμάς. Σηκώνονταν οι Ιταλοί να τα πάρουν, τους βάζαμε εμείς. Σ΄κώνουμάσταν ιμείς, μας έβαζαν οι Ιταλοί. Φτάνει το βράδυ. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Οι φωνές τάραζαν τον τόπο: «Αέρα!» και «Παραδοθείτε!». Το ίδιο φώναζαν κι οι Ιταλοί: «Ελάτε να παραδοθούμε». Ζήτησαν να σταματήσουν τα πυρά. Με πολλά βάσανα συνεννοηθήκαμε και σταμάτησαν. Τότε ακούμε ομοβροντία. Σείστηκε ο τόπος. Οι Ιταλοί ανατίναξαν τα πυρομαχικά. Εμείς φοβηθήκαμε ότι θα κάνουν επίθεση. Αρχίζουμε να βάζουμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Για μια στιγμή αρχίζει ο διάλογος. Οι Ιταλοί ζητούσαν το δικό μας Ταγματάρχη κι εμείς το δικό τους. Αυτό το βιολί συνέχισε για κάμποση ώρα. Τους πείσαμε τελικά να ‘ρθει ο δικό τους Ταγματάρχης. Ξεκινάει ο δικός τους στο δημόσιο με 2 στρατιώτες και προχωρούν. Έφτασαν στα 10 μ. Φωνάζει ο Καραϊσκάκης ή ο Υψηλάντης, δε θυμάμαι ακριβώς, να ρίξει ο Ταγματάρχης το πιστόλι στο δημόσιο ν’ ακουστεί, και την εξάρτησή του. Οι 2 Ιταλοί που ακολουθούσαν λένε: «Έχω κι εγώ 2 βόμβες, έχω κι εγώ 2 βόμβες». Φαίνεται πως ο ένας ήταν διερμηνέας. Συναντιούνται με τους δικούς μας. Ζητούν να τους επιτρέψουν να μπουν στη Σιάτιστα, να τηλεφωνήσουν στη Λάρισα κι ανάλογα να πράξουν. Οι δικοί μας τους ζητούν να παραδοθούν. Σε αρνητική απάντηση του Ιταλού Ταγματάρχη, ο Καραϊσκάκης του ακούμπησε το πιστόλι στο αυτί και του είπε: «Είσαι αιχμάλωτος. Δώσε εντολή στους άντρες σου να αφήνουν τον οπλισμό τους, να προχωρούν ανά δυάδες και στο δημόσιο». Τότε άρχισαν οι Ιταλοί να παραδίνονται και να μας αγκαλιάζουν σα να ήμασταν αδέρφια. Τους είχε θερίσει η πείνα και η δίψα.

Δεν αναφέρομαι σε λεπτομέρειες που έχουν ξαναγράφτηκαν από άλλους συναγωνιστές μου. Θ’ αναφερθώ σε μια λεπτομέρεια που δεν ξαναναφέρθηκε. Έρχεται ο Τ. Τάρης και λέει: Ρε παιδιά, ελάτε εδώ, είναι καμιά 50ριά δε θέλουν να παραδοθούν. Πηγαίνουμε. Τους βγάζουμε από τα χαρακώματα, τους βγάζουμε την εξάρτηση και τους οδηγούμε στο δρόμο και μετά στη θέση που, ως 1987 υπήρχε η Αποστολική Διακονία. Εκεί τους δώσαμε ψωμί και νερό χαρανιά ολόκληρα. Την άλλη μέρα, πρωί έρχονται 2 αεροπλάνα, βομβαρδίζουν τη Σιάτιστα, σκοτώνουν δυο άτομα, την αδελφή του γιατρού Γκερεχτέ και τη γυναίκα του Νίκου Κεραμάρη (δε θυμάμαι ονόματα). Την ίδια στιγμή Καραϊσκάκης, Κατσόγιαννος, Αλέκος Ρόσιος, Βενετσανόπουλος παίρνουν συνοδεία τον Ταγματάρχη τον Ιταλό και πάνε στο Ταχυδρομείο, στο τηλέφωνο και τον υποχρεώνουν να τηλεφωνήσει στη Λάρισα τη Μεραρχία με διερμηνέα το Μήκατσια Γιάννη. Σ’ ερώτηση του Μέραρχου αν κατέλαβε ο Ταγματάρχης τη Σιάτιστα, αυτός του απαντά πως την κατέλαβε… αιχμάλωτος…! Απάντηση στην άλλη άκρη του σύρματος: «Σε καταδικάζω σε θάνατο». Απάντηση: «Κι έτσι εις θάνατον είμαι κι αλλιώς εις θάνατον. Αν ξαναβομβαρδίσεις, θα μας σφάξουν όλους». Έτσι αποφεύχθηκε ο βομβαρδισμός της Σιάτιστας. Αυτή ήταν η Μάχη του Φαρδύκαμπου. Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες ξαναγράφτηκαν και δε θέλω να κουράσω τους αναγνώστες της εφημερίδας»

Υστερόγραφο: από προφορική αφήγηση του ίδιου του Μιχ. Τσιαούση, αλλά και του ξαδέλφου του, αείμνηστου πια Χρίστου Π. Τσιαούση (Κλιάια), σε τρίτο πρόσωπο, οι δυο τους ξέροντας σε ποιο σημείο ήταν παραχωμένα (θαμμένα) όπλα από τους υποχωρήσαντες πολεμιστές του πολέμου στην Αλβανία το ’40, στο Ντερβένι και στην Τσερβένα Σιάτιστας, την καταλληλότερη στιγμή του αγώνα που κινδύνευε η Σιάτιστα, τα ξεπαράχωσαν (ξέθαψαν), τα καθάρισαν και τα διέθεσαν στους Σιατιστινούς αγωνιστές των μαχών Βίγλας-Φαρδύκαμπου».

Αυτή ήταν η αφήγηση ενός γενναίου, σπουδαίου μαχητή, που για πρώτη φορά έμπαινε στην κολυμβήθρα του πυρός για τα καλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του γενναίου πατέρα του, δίχως καμιά έπαρση και περιαυτολογία, απλή, ουσιαστική, όπως σχεδόν έχει διασωθεί από όλους όσοι συμμετείχαν σ’ αυτό το θαύμα που λέγεται Φαρδύκαμπος και για το οποίο ο καθένας είπε την αλήθειά του, όπως παραδέχεται ότι την έζησε από την πλευρά του, με απόσταση βέβαια αρκετών ετών από τα γεγονότα και για τα οποία τα ραδιόφωνα της Ευρώπης έλεγαν: «Δεν θα λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν τα λιοντάρια, αλλά τα λιοντάρια σα Σιατιστινοί!»

Όσο για το πώς αντάμειψε η πατρίδα τα παιδιά της και το γενναίο Μιχάλη, καλύτερα ας τα ξεχάσουμε. Εδώ ισχύει αυτό που είπε κάποτε η Μαντώ Μαυρογένους, το ’21: «Τι έχω προσφέρει στον αγώνα εγώ; Εγώ, η Μαντώ Μαυρογένους; Τίποτα».

Μιχάλη, ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ σου κι όλων των γενναίων Αντιστασιακών που κράτησαν κάποτε την πατρίδα όρθια και αδούλωτη και δεν την πρόδωσαν!

Βασιλική Γ. Σιάσιου