Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ (Κλαδαριές του 1912)

«Κόλιαντα στη Σιάτιστα! Μα υπάρχει πολιτεία, υπάρχει τόπος και χωριό που να τα γιορτάζει πιο περίλαμπρα, από την πατρίδα του Νιόπλιου, του ξακουσμένου που συμπολέμησε καβαλλάρης με τον Αϊ Γιώργη ολοζώντανο για να διώξουν τα φουσάτα των Κούρδων, από το χωριό της Κυρά Σανούκως που έλιωσε τις απλάδες και τις πιατάντσες και τις έκαμε βόλια και πολέμησε απ’ τα παράθυρα του σπιτιού της, τσ’ αρβανίτες, άλλος τόπος που να γιορτάζει πιο περίλαμπρα τα «κόλιαντα»;

Την ημέρα εκείνη η Σιάτιστα δανείζεται την ευγένεια της Κορυτσάς και της Καστοριάς, τα χωριά της Φλώρινας, τα τεφαρίκια και τα τσασίτια της Σαλονίκης, την καλοκαρδία της Κοζάνης με τους τρελλούς τιάκηδες, το θρύλο των Γρεβενών, τη λεβεντιά της Δεσκάτης, τις γλύκες της Νάουσας, δανείζεται προικιά και πανωπροίκια από πολιτείες και χωριά για να στολιστεί και να γίνει ίδια νύφη καμαρωμένη.

Την ημέρα εκείνη με τα καντάρια ξοδεύεται η ζάχαρη για τα «σαλιάρια» και τα μουστοκούλουρα, και ο μούστος για τα σουτζούκια και για τις μουστόπιτές, την ημέρα εκείνη ανοίγουν όλα τα βαρέλια με τα γλυκά άσπρα και τα παληά λιαστά, με τις οκάδες καθαρίζονται τα καρύδια, καβουρντίζονται τα κάστανα και με τις οκάδες βάζουν οι όμορφες και οι λυγερές το κοκκινάδι…».

Ξεχείλιζαν οι ασπροστολισμένοι δρόμοι από τον κόσμο και βουίζαν οι χιονισμένες στράτες από κίνηση, κι’ όταν πήρεν να πέφτει η μέρα στις πλατείες, άρχισαν κι’ όλας να στολίζονται οι κλαδαριές, οι μεγάλες φωτιές που ανάβονται αποβραδίς, έτσι από παλιό έθιμο, για τον καλό το χρόνο. Αλλά ποια πλατεία είχε την μεγαλύτερη κίνηση, ποια σειόταν από τη μεγαλύτερη οχλοβοή από τα Τρία Πηγάδια; Ήταν η κεντρικότερη πλατεία όπου κάθε χρόνο γινόταν το μεγαλύτερο ραβαΐσι (πανηγύρι).

Εκεί όπως κάθε χρόνο, είχε γίνει η πιο μεγάλη κλαδαριά, μια θυμωνιά πελώρια από φουρφούρια, που τα παιδιά του μαχαλά πήγαιναν κάθε Κυριακή και μάζευαν από το βουνό κι’ από κλιματόβεργες αγκαλιές – αγκαλιές που τις είχαν προσφέρει οι νοικοκυρές τον γύρω αρχοντικών.

Οσονύχτωνε και το ραβαΐσι στα Τρία Πηγάδια μεγάλωνε.

Τα καφενεία ήσαν γεμάτα κόσμο, και τα παράθυρα των σπιτιών φορτωμένα κορίτσια, που είχαν μαζευτεί από όλες τις γειτονιές για το σεργιάνι. Εκεί θα ρχότανε οι πιο διαλεχτές παρέες των νέων του χωριού να τραγουδήσουν γύρω από την κλαδαριά, εκεί θα μαζευότανε κι’ οι πιο πολλοί ξενητεμένοι να σεργιανήσουν την κλαδαριά, για τον καλό χρόνο, κι όταν θα την άναβαν κι’ οι φλόγες της θ’ ανέβαιναν εις τον ουρανό, θα σήκωναν τα μάτια και θα σεργιάνιζαν τα κορίτσια, που θα φάνταζαν σαν νεράιδες και σαν Παναγίες στο αντιφέγγισμα της φωτιάς, κι’ ο καθένας θα διάλεγε την καλή του.

Όλη όμως εκείνη η χαρά, όλο εκείνο το ραβαΐσι, το σκίαζε μια έννοια, που όσο νύχτωνε, όσο πλησίαζε η ώρα που τα Τρία Πηγάδια θάδιναν το σύνθημα, και θ’ άρχιζαν ν’ ανάβουν τόσο κι αυτή ψίλωνε σ’ ολωνών τη σκέψη κι’ απλωνότανε και τα σκέπαζε όλα, σαν ένα σύννεφο και πάλι διαλυόταν και γινότανε χιλιάδες – χιλιάδες ερωτηματικά, που έτρωγαν ολωνών, μικρών μεγάλων τες καρδιές σαν σκουλήκια.

- Έτσι στα βουβά και στα μουγκά θ’ αναβόταν εφέτος η πρώτη και καλύτερη κλαδαριά του χωριού;

Αλήθεια τη χρονιά αυτή, από τη γιορτή και τη χαρά και το ραβαΐσι των Τριών Πηγαδιών έλειπε το καλύτερο στολίδι. Έλλειπε τα’ αηδόνι που θα ξέχυνε τα σιντριβάνια των κελαϊδισμών του, που θα αγκάλιαζε στις νότες του, το τραγούδι το πατροπαράδοτο, το «κόλιαντα – μπάμπω, κόλιαντα» και θα τόκανε γλυκό σιντριβάνι ήχων, που θα χάιδευε και θα ξελίγωνέ και θα ξετρέλαινε. 

Έλειπε ο Τζουτζόπκος με το κλαρίνο του...

Αχ, όποιος δεν γλυκοξύπνησε από ένα γλυκό σαμπαχί (τσιφτετέλι), που το σφύριζαν οι άγγελοι τ’ ουρανού, εκείνος δεν θα μπορέσει να καταλάβει τι ήταν ο Τζουτζόπκος. Ήταν ένας μάγος μ’ ένα κλαρίνο ξωτικό. Όταν τόπιανε στα χέρια του ο παλιόγυφτος, το άψυχο όργανο, ζωντάνευε, γενότανε γλυκόλαλο αηδόνι. Όταν αυτός έπαιζε και σήκωνε αμανές, μέσα στη νύχτα, οι λυγερές αφήναν το στρώμα τους και έσκυβαν λιγωμένες στα παραθύρια και φώτα σαν άστρα του γαλαξία γέμιζαν τα σκοτεινά παράθυρα. Αυτός κάθε χρόνο ερχόταν με την κομπανία του και έπαιζε τα «κόλιαντα» και στηνότανε γύρω από την φωτιά ο χορός, και άναβε η τρέλα κι’ όλη νύχτα ύστερα το μάγο κλαρίνο, γυρίζοντας με τις παρέες από σπίτι σε σπίτι κελαηδούσε ως το πρωί, σαν μεθυσμένη γαλιάντρα.

Μα αυτή τη φορά η νύχτα η μεγάλη, η χρονιάρα, η τρανή θα γιορταζότανε στα βουβά και στα μουγκά. Ο μάγος που θα την γέμιζε κελαϊδισμούς με το κλαρίνο, το Τζουτζόπκο, ήταν μήνες άρρωστος και μάλιστα λέγανε, πως βρισκόταν στα τελευταία του…

Ξαφνικά όλων οι καρδιές λαχτάρησαν κι’ όλοι έφεραν τα χέρια τους στα μάτια, σαν νάθελαν να διώξουν κάποιον κακό βραχνά. Και μήπως δεν έβλεπαν; Εκεί μπροστά τους ένας άνθρωπος σκελετωμένος, φάντασμα παρά πλάσμα ζωντανό, με ένα κλαρίνο στη μασχάλη παραμέριζε όλους κι’ άνοιγε δρόμο και προχωρούσε με τρεμάμενα πόδια προς το κέντρο της πλατείας. Ήταν ο Τζοτζόπκος που όλοι τον ήξεραν στο κρεβάτι να βρίσκεται στα τελευταία του.

Όσο να αναρωτηθεί κι΄ όσο να καλοπιστεψει ο καθένας τα μάτια του, χιλιάδες αηδόνια γέμισαν τον αέρα με τους γλυκούς κελαϊδισμούς των. Όλοι τον αναγνώριζαν τώρα. Ήτανε αυτός, με το μάγο του κλαρίνο. Άρρωστος ήταν του θανατά, μα πως μπορούσε να λείψει από μια τέτοια γιορτή; Πως μπορούσε, να παίξει, αυτός να ριχτεί πισωκάπουλα στο άτι του Χάρου και να φύγει σαν λιποτάκτης. Αυτό ήταν αδύνατο. Κι’ ενώ ο Χάρος του χτυπούσε το παράθυρο αυτός γλίστρησε από την πόρτα, σαν υπνοβάτης και πήγε εκεί που τον περίμενε η χαρά…

Από τις πρώτες νότες που ξεχύθηκαν από το μάγο όργανο, ξεχείλισε από τα στήθεια όλων η χαρά, κι άναψεν η κλαδαριά, που οι φλόγες της έφθαναν ως τον ουρανό, κι’ άναψεν ο χορός και το γλέντι. Και το κλαρίνο, το θείο κλαρίνο του Τζουτζόπκου, όλο γινόταν πιο γλυκόλαλο, πότε σαν αηδόνι, πότε σαν γαλιάντρα, πότε σαν ερωτευμένο πουλί, πότε σαν πληγωμένη νεράιδα, και τρίλιζε όλο και ποιο γλυκά:

- Κόλιαντα, μπάμπω κόλιαντα …

Ανήμερα Χριστούγεννα, στο σπίτι του, το φτωχό γύφτο τον θρηνούσαν νεκρό.

Μα πριν κατεβεί στον άλλο κόσμο έπαιξε με το μαγεμένο του όργανο τα τελευταία κόλιαντα…

 

Μέσα στον λευκό κύκλο, ο οργανοπαίχτης Γεώργιος Τζιούτζιος Κάστιας (Τζιουτζιόπκος) διασκεδάζει την παρέα του ευεργέτη Μιχαήλ Κουκουλίδη [Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο της Καλλιόπης Μπόντα – Ντουμανάκη, «ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ»].


[Το συγκινητική ιστορία την κατέγραψε ο δημοσιογράφος Γιάννης Ταχογιάννης που την δημοσίευσε στην στήλη της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», «Μακεδονική Ηθογραφία» την 25η Δεκεμβρίου 1933. Βγήκε στην επιφάνεια από την έρευνα της Καλλιόπης Μπόντα - Ντουμανάκη.]

ΤΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ: Γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Μετά την αποφοίτησή του από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο, το σχολικό έτος 1913-1914, ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στις εφημερίδες Θεσσαλονίκης «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ», «ΒΑΛΚΑΝΙΑ», «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Συγχρόνως ήταν ανταποκριτής εφημερίδας των Παρισίων. Κριτικός, χρονικογράφος εξέδωσε το 1938 συλλογή χρονογραφημάτων με τίτλο «Ζωή στη Βιτρίνα». Πολέμησε στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο του ’40 από όπου έδινε ταυτόχρονα και ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1942.

[ΣΚΙΤΣΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΚΟΥΛΑΚΗΣ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου